καρολίνα

καρολίνα
(Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 28 Νοεμβρίου 1893. Το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι περίπου 12,2 και σε απόσταση μίας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και από τον Ήλιο 8,82. Διεθνώς ονομάζεται Carolina 235.
* * *
η
εκλεκτό είδος ρυζιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Καρολίνα (Caroline), πολιτεία τών ΗΠΑ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Καρολίνα, Βόρεια — (Νorth Carolina). Ομόσπονδη πολιτεία (136.413 τ. χλμ., 8.186.268 κάτ. το 2001) των ΗΠΑ με πρωτεύουσα τη Ράλι (Raleigh, 276.093 κάτ. το 2000). Συνορεύει στα Β με την πολιτεία Βιρτζίνια, στα Ν με τη Νότια Καρολίνα και τη Γεωργία (Τζόρτζια) και Α… …   Dictionary of Greek

  • Καρολίνα, Νότια — (South Carolina). Ομόσπονδη πολιτεία (80.582 τ. χλμ., 4.063.011 κάτ. το 2001) των ΗΠΑ με πρωτεύουσα την Κολούμπια (Columbia, 116.278 κάτ. το 2000). Συνορεύει στα Β με τη Βόρεια Καρολίνα, στα Ν και ΝΔ με την πολιτεία της Γεωργίας (Τζόρτζια) και Α… …   Dictionary of Greek

  • Μαρία Καρολίνα — (Maria Carolina, Βιέννη 1752 – Χότσεντορφ, Βιέννη 1814). Βασίλισσα της Νάπολης (1768 1812). Ήταν κόρη του αυτοκράτορα Φραγκίσκου A’ και της Μαρίας Θηρεσίας των Αψβούργων. Το 1767 παντρεύτηκε τον Φερδινάνδο Δ’ της Νεάπολης, ο οποίος κηδεμονευόταν… …   Dictionary of Greek

  • Νότια Καρολίνα — Πολιτεία των ΗΠΑ. Βλ. λ. Καρολίνα, Νότια …   Dictionary of Greek

  • Κέι, Έλεν Καρολίνα Σοφία — (Ellen Karoline Sofia Key, Γκλαντκάμαρ 1849 – Λίμνη Βατάρ 1926). Σουηδή συγγραφέας. Ήδη από πολύ νεαρή ηλικία έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον για τα θρησκευτικά, τα λογοτεχνικά και τα πολιτικά ζητήματα, για τα οποία μάλιστα έδωσε διαλέξεις στην… …   Dictionary of Greek

  • Σβέτλα, Καρολίνα — Τσέχα συγγραφέας, ψευδώνυμο της Ιωάννας Ροτοβά (Πράγα 1830 1899). Επηρεάστηκε από τον καθηγητή της και πατριώτη Π. Μούτσακ τον οποίο αργότερα παντρεύτηκε. Τα έργα της χαρακτηρίζονται από μια λεπταίσθητη φιλοσοφική διείσδυση, κατανοητή γλώσσα, στα …   Dictionary of Greek

  • Βοναπάρτης — (Bonaparte). Εξελληνισμένο όνομα της οικογένειας Μποναπάρ, ιταλικής καταγωγής, πιθανώς από τη Λομβαρδία, που ένας κλάδος της εγκαταστάθηκε στη Φλωρεντία και από τον 16o αι. στο Αιάκειο της Κορσικής. Έγινε διάσημη από τον αυτοκράτορα Ναπολέοντα Α’ …   Dictionary of Greek

  • Κολούμπια — I (Columbia). Πόλη (116.278 κάτ. το 2000) των ΗΠΑ και πρωτεύουσα της πολιτείας της Νότιας Καρολίνα. Είναι χτισμένη στον ποταμό Κογκαρί και θεωρείται αξιόλογο κέντρο ναυσιπλοΐας, καθώς επίσης σιδηροδρομικός και οδικός κόμβος. Στην Κ. λειτουργούν… …   Dictionary of Greek

  • Βορείων και Νοτίων, πόλεμος ή Χωριστικός πόλεμος — (Secession War). Με την ονομασία αυτή είναι γνωστός ο πόλεμος μεταξύ των βόρειων και των νότιων πολιτειών των ΗΠΑ, που διήρκεσε από τον Απρίλιο του 1861 έως τον Απρίλιο του 1865. Το 1860 περίπου το μακρόχρονο και ακανθώδες πρόβλημα της… …   Dictionary of Greek

  • Γκρίνβιλ — (Greenville).Ονομασία πόλεων και κωμοπόλεων των ΗΠΑ. 1. Πόλη (60.500 κάτ. το 2000) στην πολιτεία Βόρεια Καρολίνα, έδρα της κομητείας Πιτ. Βρίσκεται κοντά στον ποταμό Ταρ, 50 χλμ. νοτιοανατολικά του Ρόκο Μάουντ. Είναι κέντρο παραγωγής και εμπορίας …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”